θυροκοπώ

θυροκοπώ
θυροκοπῶ, -έω (Α) [θυροκόπος]
1. (ιδίως για μέθυσο) χτυπώ τη θύρα
2. μτφ. χτυπώ κάτι σαν να χτυπώ πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῑ», Πλούτ. β. «ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυροκοπεῑ», Αλκίφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυροκοπῶ — θυροκοπέω knock at the door pres subj act 1st sg (attic epic doric) θυροκοπέω knock at the door pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυροκροτώ — θυροκροτῶ, έω (Α) θυροκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κροτώ (< κρότος), πρβλ. συγ κροτώ, χειρο κροτώ] …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”